θορυβητικός

θορυβητικός
θορυβητικός, -όν, το θηλ. και θορυβητική (Α) [θορυβώ]
αυτός που δημιουργεί ταραχή, σύγχυση, θόρυβο («καταληπτικὸς τ' ἄριστα τοῡ θορυβητικοῡ» — και ικανότατος να προλαβαίνει τους ακροατές του να μη θορυβούν, Αριστοφ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θορυβητικῶν — θορυβητικός uproarious fem gen pl θορυβητικός uproarious masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορυβητικόν — θορυβητικός uproarious masc acc sg θορυβητικός uproarious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορυβητικοῦ — θορυβητικός uproarious masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”